- ἐπίχυμα
- ἐπίχυμαin de An.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίχυμα — το (AM ἐπίχυμα) νεοελλ. η βάπτιση με ραντισμό τής Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα αρχ. μσν. επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση … Dictionary of Greek
ἐπιχύματα — ἐπίχυμα in de An. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχύματος — ἐπίχυμα in de An. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)